ὑπαρχόντων

ὑπαρχόντων
ὑπάρχω
begin
pres part act masc/neut gen pl
ὑπάρχω
begin
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • BRENNUS — I. BRENNUS Gallorum Senonum Dux, qui cum 300. armatorum milibus in Italiam irrumpens, Clusium, hodie Chiusi, in Tuscia, obsedit, inde a Romanis, quorum opem obsessi imploraverant, depulsus: in hos proin armis conversis, illos apud Alliam fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OMPHALE — Regina Lydiae, post Tmolum maritum Regem filia Iardani, de cuius cum Camblita Reg. inimicitiis diximus supra. Ei Hercules (ob caedem Iphiti, ex oraculo, venditus) in biennium serviebat; quô tempore ex Iardani ancilla Cleolaum, cuius posteri… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRUTINA in aede Saturni — apud Romanos posita fuit, moris antiqui vestigium, quô illi aes pensantes expendebant, non adnumerabant, Fest. Hinc Varro, de L. L. l. 4. Per Trutinam solvi solitum; vestigium etiam nunc manet in aede Saturni, quod ea etiam nunc propter pensuram… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απογύμνωση — η (AM ἀπογύμνωσις) η αφαίρεση όλων των ενδυμάτων, το ξεγύμνωμα νεοελλ. 1. η πλήρης αρπαγή των υπαρχόντων κάποιου, η ληστεία 2. η λεηλασία …   Dictionary of Greek

  • επιχειροτονία — ἐπιχειροτονία, ἡ (Α) [επιχειροτονώ] 1. ψηφοφορία με ανάταση τής χειρός 2. επικύρωση τής εξουσίας τών αρχόντων με ψηφοφορία 3. φρ. «ἐπιχειροτονία τῶν νόμων» επικύρωση υπαρχόντων νόμων …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • κτητικός — ή, ό (AM κτητικός, ή, όν) [κτητός] 1. αυτός που έχει τάση, διάθεση, εμπειρία ή επιτηδειότητα να αποκτά κάτι («τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.) 2. γραμμ. αυτός που δηλώνει κτήση, που… …   Dictionary of Greek

  • οικιστικός — ή, ό (Α οἰκιστικός, ή, όν) [οικιστής] νεοελλ. 1. ο σχετικός με την κατασκευή οικισμών («οικιστικός σχεδιασμός») 2. αυτός που αποτελείται από κατοικίες («οικιστικό σύνολο») 3. το θηλ. ως ουσ. η οικιστική σύγχρονη επιστήμη, κλάδος τής πολεοδομίας… …   Dictionary of Greek

  • παμπρασία — παμπρασία, ἡ (Α) πώληση όλης τής περιουσίας, όλων τών υπαρχόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πρασία (< πράτης < πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. δημο πρασία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”